μελίτωση

μελίτωση
η (Α μελίτωσις) [μελιτώ]
νεοελλ.
βοτ. νόσος τών φυτών και ιδίως τής ελιάς, η οποία συνίσταται στην έκκριση σακχαρούχων οργανικών ουσιών από τους κλάδους και τα φύλλα, που οφείλεται σε γενική αλλοίωση τής φυσιολογικής δραστηριότητας τού φυτού
αρχ.
το να καθιστά κανείς κάτι γλυκό με μέλι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μελιτωμένος — η, ο (για φυτά) αυτός που πάσχει από μελίτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο νεοελλ. *μελιτώνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”